Ο λάθος τρόπος να διαβάζει κάποιος τις δημοσκοπήσεις.

Σε αυτό το άρθρο εξερευνούμε κάποια λάθη που γίνονται συχνά στην ερμηνεία των δημοσκοπήσεων.

Αφορμή για αυτό το άρθρο είναι το παρακάτω κείμενο του Γιάννη Μυλόπουλου για το tvxs.gr. Το άρθρο του κυρίου Μυλόπουλου ξεκινάει ώς εξής “οι δημοσκοπήσεις σε μια πολιτισμένη χώρα θα έπρεπε να αποτυπώνουν την πολιτική πραγματικότητα και να δικαιολογούν αυτά που συμβαίνουν.” Ακολουθεί μια λίστα με διάφορα κοινωνικά προβλήματα της τελευταίας τετραετιας, προβλήματα τα οποία σύμφωνα με τον κύριο Μυλόπουλο θα έπρεπε να αντικατοπτρίζονται στις δημοσκοπήσεις. Το άρθρο καταλήγει με μία σειρά από υποθέσεις για το με ποίον τρόπο οι δημοσκοπήσεις μαγειρεύονται.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνει κάποιος την δομή του άρθρου του κύριου Μυλόπουλου με το πώς πραγματικά εφαρμόζεται η επιστημονική μέθοδος. Σε αυτό το σημείο δεν χρειάζεται να ξαναεφεύρουμε την επιστημονική μέθοδο αρκεί να διαβάσουμε πως την περιγράφει για παράδειγμα η Βικιπαίδεια. Συνοπτικά η διαδικασία έχει ώς εξής

  1. Κάνουμε μια υπόθεση. Για παράδειγμα: “όταν συμβαίνει το Α, συμβαίνει και το Β”.
  2. Σχεδιάζουμε ένα πείραμα και συλλέγουμε δεδομένα από το πειραμά μας
  3. Αναλύουμε τα δεδομένα και βλέπουμε αν αυτά συμβαδίζουν με την υποθεση και τις προβλέψεις της.

Για παράδειγμα

  1. Κάνουμε μια υπόθεση πως αν απλώσουμε μαρμελάδα σε μια φέτα του τοστ (Α), αν αυτή πέσει σε ένα χαλί πέφτει πάντα με την μαρμελάδα προς τα κάτω (Β).
  2. Πετάμε 100 φέτες του τοστ στον αέρα και καταγράφουμε το αποτέλεσμα του με ποιά πλευρά έπεσαν.
  3. Αναλύουμε τα δεδομένα: Πόσες απο τις φέτες του τοστ πέφτουν με την μαρμελάδα προς τα κάτω? Είναι πάνω από τις μισές?

Εάν η υπόθεση μας δεν επαληθεύεται (όντως το αν έχει μαρμελάδα μια πλευρά μιας φέτας του τοστ δεν έχει καμία επίδραση στο με ποιά πλευρά πέφτει στο πάτωμα) τότε έχουμε δύο επιλογές

  1. Αλλάζουμε την υπόθεση μας. Στο παραπάνω παράδειγμα, υποθέτουμε πως μάλλον η μαρμελάδα δεν έχει καμία επίδραση στην πτώση μιας φέτας του τοστ.
  2. Επιμένουμε στην υπόθεση μας και ελέγχουμε την μεθοδολογία του πειράματος μας. Στο παραπάνω παράδειγμα όμως είναι δύσκολο να δει κανείς πιο σφάλμα μπορεί να έγινε στον σχεδιασμό του πειράματος και στην συλλογή δεδομένων.

Η λάθος προσέγγιση

Είναι ενδιαφέρον πως το άρθρο του κύριου Μυλόπουλου δεν ακολουθεί καθόλου την παραπάνω διαδικασία. Αντίθετα,

  1. Το άρθρο ξεκινάει με το συμπέρασμα που ακολουθεί την υπόθεση να είναι δεδομένο. “οι δημοσκοπήσεις σε μια πολιτισμένη χώρα θα έπρεπε να αποτυπώνουν την πολιτική πραγματικότητα και να δικαιολογούν αυτά που συμβαίνουν.”
  2. Ακολουθούν μια σειρά από υποθέσεις για τις οποίες ο αρθρογράφος είναι απολύτως πεπεισμένος
    1. Ο πληθωρισμός (και μόνο) επηρεάζει την ψήφο των πολιτών.
    2. Οι παρακολουθήσεις επηρεάζουν την ψήφο των πολιτών.
    3. Τα “άδικα” υπερκέρδη των εταιρειών ρεύματος επηρεάζουν την ψήφο των πολιτών.
    4. Το δυστύχημα των Τεμπών επηρεάζει την ψήφο των πολιτών.
  3. Όταν το συμπέρασμα δεν συμβαδίζει με τα πειραματικά αποτελέσματα. Γίνεται κριτική (αλλά όχι περαιτέρω διερεύνηση) στον τρόπο διεξαγωγής του πειράματος. Συγκεκριμένα
    1. Τα πρωτογενή/αστάθμητα δεδομένα δεν παρουσιάζονται από τους δημοσκόπους άρα κάτι κρύβουν, και σταθμίζουν τα δεδομένα λάθος.
    2. Υπάρχουν πολλοί που δεν απαντούν στις δημοσκοπήσεις και άρα αυτές είναι αναξιόπιστες.
    3. Οι έρευνες γίνονται μόνο σε σταθερά τηλέφωνα, και άρα το δημοσκοπικό δείγμα είναι “δεξιό”.

Η παραπάνω συλλογιστική όχι μόνο είναι εντελώς αντι-επιστημονική αλλά εξηγείται και συμβαδίζει με μία σειρά από γνωστές γνωστικές προκαταλήψεις. Για παράδειγμα είναι γνωστή η τάση όλων των ανθρώπων να διαλέγουν τα δεδομένα που ταιριάζουν σε απόψεις που ήδη πιστεύουν κτλ.

Η σωστή προσέγγιση

Ας εξερευνήσουμε τώρα την υπόθεση του κύριου Μυλόπουλου αλλά με την βασική διαφορά πως θα προσπαθήσουμε να έχουμε το θάρρος να αμφισβητήσουμε τις πεποιθήσεις μας, αν αυτές δεν συμβαδίζουν με τα πειραματικά δεδομένα.

Αρχικά είναι προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την στιγμή δεν είναι πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις και μάλιστα είναι σε μια σχετικά μεγάλη απόσταση από την Νέα Δημοκρατία. Η Νέα Δημοκρατία είναι περίπου στο ~35.8% και ο ΣΥΡΙΖΑ στο ~28.9% η διαφορά τους είναι δηλαδή περίπου ~6%.

Κάναμε μια σειρά από υποθέσεις: υπάρχει πληθωρισμός, υπάρχουν παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων, υπάρχει ένα δυστύχημα με δεκάδες νεκρούς, και πολύς κόσμος γύρω μας (μιας και είμαστε κομματικό στέλεχος) είναι εξοργισμένος με την κυβέρνηση. Τι μπορεί να πηγαίνει λάθος με την ανάλυσή μας? Μπορούμε να αρχίσουμε όπως και ο κύριος Μυλόπουλος, εξετάζοντας τον τρόπο διεξαγωγής του πειράματος μας. Πιστεύουμε πως οι δημοσκοπήσεις διεξάγονται μόνο μέσω σταθερών τηλεφώνων και άρα το δείγμα είναι γερασμένο και δεξιο. Ευτυχώς οι δημοσκοπικές εταιρείες δημοσιεύουν λεπτομερή pdf για τις έρευνές τους. Για παράδειγμα μπορεί κανείς να διαβάσει μια ολόκληρη έρευνα της Pulse και της MRB. Βλέπουμε στις πρώτες σελίδες πως οι εταιρείες δηλώνουν πως διεξάγουν έρευνες και σε κινητά τηλέφωνα αλλά καί μέσω του ίντερνετ ακριβώς προκειμένου να μιλήσουν με νεαρότερες ηλικίες.

Υπάρχει όμως ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου που δεν απαντάει στις δημοσκοπήσεις και ίσως τα αποτελέσματα διαστρεβλώνονται με αυτόν τον τρόπο. Αυτό το πρόβλημα μπορούμε να το εξερευνήσουμε με δύο τρόπους. Απ’την μία κάποιοι δημοσκόποι έχουν προσπαθήσει να εξερευνήσουν την αδιευκρίνιστη ψήφο ρωτώντας τον κόσμο “σε ποιο κόμμα είναι πιο κοντά” αντί για ποιο κόμμα θα ψηφίσουν. Δεν φαίνεται πως όλοι όσοι αρνούνται να συμμετάσχουν στις δημοσκοπήσεις θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Στην τελευταία τέτοια έρευνα οι αναποφάσιστοι δήλωσαν πιο κοντα στην ΝΔ 11%, ΣΥΡΙΖΑ 11%, ΠΑΣΟΚ 6%, ΚΚΕ 4%, Ελληνική Λύση 3%, ΜΕΡΑ25 3% ενώ ένα 42% δεν απάντησε ούτε σε αυτήν την ερώτηση. Σε αυτό το σημείο η ανάλυση μας συναντάει ένα πρόβλημα: αυτό το 42% μηπως ανήκει όλο στον ΣΥΡΙΖΑ?. Αυτό είναι ένα τμήμα του εκλογικού σώματος που δεν έχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη στους δημοσκόπους. Προσεγγίζουμε το πρόβλημα με 2 τρόπους

  1. Εξερευνούμε ένα σενάριο όπου όλο το 42% των “σκληρών” αναποφάσιστων ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ. Τότε ~50% των αναποφάσιστων θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και 11% θα ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse χωρίς αναγωγή ο ΣΥΡΙΖΑ είχε 26%, η Νέα Δημοκρατία 32.5% και οι αναποφάσιστοι ήταν 12%. Με βάση την παραπάνω συλλογιστική τα τελικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι 26+0.5*12=32% και της Νέας Δημοκρατίας 32.5+0.1*12=33.7%
  2. Εξερευνούμε τις παλαιότερες αποκλίσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κοιτάμε για παράδειγμα ένα site όπως το politico.eu που διατηρεί δημόσιο αρχείο δημοσκοπήσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων δεν είχε αυξήσει τα ποσοστά του σε προηγούμενες εκλογές πάνω από ~+4% ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή θα μπορούσε να μετακινηθεί στο 28.9+4=32.9% αν υποθέσουμε πως θα κάνει ότι έκανε και στις προηγούμενες εκλογές. Την ίδια στιγμή ας πούμε πως η Νέα Δημοκρατία παραμένει στον σημερινό μέσο όρο της ~35.8%.

Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. O ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να νικάει ή ίσως να νικήσει πολύ οριακά. Αντίθετα εμείς υποθέταμε έναν θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε αυτό το σημείο θυμόμαστε πως και φίλα προσκείμενες δημοσκοπικές όπως η ProRata εμφανίζουν αντίστοιχα αποτελέσματα με τις αντίπαλες δημοσκοπικές.

Αποφασίζουμε να στραφούμε στις υποθέσεις μας.

  1. Κοιτώντας δημοσκοπήσεις που έγιναν μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, ανακαλύπτουμε πως η υπόθεση δεν είναι σημαντική για τους πολίτες (μόλις το ~4.2% την θεωρεί σημαντική)(δημοσκόπηση MRB σελίδα 37). Συνεχίζουμε να είμαστε καχύποπτοι, μιας και η MRB είναι συστημική δημοσκοπική εταιρεία. Παρόλα αυτά, στην ίδια δημοσκόπηση καταγράφεται το δυστύχημα των Τεμπών σαν σημαντικό για τους πολίτες (~25.1%). Δεν είναι λογικό μια δημοσκοπική να κρύβει μόνο το ένα από τα δύο μεγάλα σκάνδαλα. Συμπεραίνουμε πως μάλλον όντως οι πολίτες δεν νοιάζονται για τις υποκλοπές.

  2. Ερευνούμε ποια ήταν ιστορικά η επίδραση ατυχημάτων/ φυσικών καταστροφών στις δημοσκοπήσεις. Ανακαλύπτουμε πως τόσο στην καταστροφή του Ματιού, όσο και στις πυρκαγιές της Πελοποννήσου επί Νέας Δημοκρατίας η επίδραση ήταν ελάχιστη και πρόσκαιρη. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Νέα Δημοκρατίας έλαβαν μεγαλύτερο ποσοστό στις εκλογές από αυτό που είχαν την στιγμή των καταστροφών. Οι καταστροφές αυτές δεν έχουν άμεση επίδραση στο εκλογικό σώμα.

  3. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως ο πληθωρισμός θα έπρεπε να έχει ωθήσει τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας χαμηλότερα από το σημείο στο οποίο βρίσκονται. Παρόλα αυτά, η οικονομία δεν είναι μόνο ο πληθωρισμός. Υπάρχουν πολλοί δείκτες οι οποίοι είναι το ίδιο ή και περισσότερο σημαντικοί για την υγεία μιας οικονομίας. Σε αυτό το site έχουμε κάνει ήδη μια τέτοια ανάλυση η οποία έχει σαν βάση της 250 εκλογικά αποτελέσματα από όλη την Ευρώπη.

Για το πρώτο κόμμα φαίνεται πως τα ποσοστά του ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν κατα βάση σύμφωνα με το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής.

image info

Αντίθετα ο πληθωρισμός δεν φαίνεται να έχει μεγάλη συσχέτιση με τα ποσοστά του πρώτου κόμματος.

image info

Για τα ποσοστά του δεύτερου κόμματος έχει σημασία ο πληθωρισμός

image info

όμως επίσης έχουν σημασία η ανεργία

image info

και η μεταβολή του ΑΕΠ

image info

Τα τελευταία στοιχεία είναι σημαντικά για τον ΣΥΡΙΖΑ μιας και βασικές οικονομικές μεταβλητές όπως η ανεργία και το ΑΕΠ δεν έχουν χειροτερεύσει επι Νέας Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα και το ΑΕΠ έχει ανέβει αλλά και η ανεργία έχει πέσει. Επίσης ο πληθωρισμός δεν φαινεται γενικά να επιδρά πολύ αρνητικά σε μια κυβέρνηση. Συνολικά, η οικονομία θα έλεγε κανείς πως δεν είναι εναντίον της Νέας Δημοκρατίας αλλά μάλλον υπερ της.

Μια τέτοιου είδους ανάλυση σίγουρα δεν είναι ολοκληρωμένη. Πρέπει να συνεχίσουμε να την ελέγχουμε και να την βελτιώνουμε σύμφωνα με την επιστημονική μέθοδο. Τα συμπεράσματα στα οποία όμως καταλήγουμε είναι τελείως διαφορετικά από αυτά του κυρίου Μυλόπουλου.

Οι δημοσκοπήσεις δεν φαίνονται να είναι ένα εργαλείο τόσο προβληματικό όσο το παρουσιάζει ο κύριος Μυλόπουλος. Αντίθετα όλες οι υποθέσεις απ’τις οποίες ξεκινήσαμε φαίνεται να είναι σε ένα βαθμό λανθασμένες. Ο κόσμος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις υποκλοπές, ενώ είναι συνήθως διατεθειμένος να ανεχτεί ένα βαθμό πληθωρισμού αλλά και να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην κυβέρνηση στο θέμα των Τεμπών.

Το ότι οι δημοσκοπικές συλλέγουν απαντήσεις και από κινητά αλλά και από το ιντερνετ, τα αποτελέσματα των ερευνών πάνω στην ψήφο των αναποφάσιστων, και η ιστορική υπεραπόδοση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων σίγουρα δεν προμηνύουν κάποιον μαγικό θρίαμβο.

Μια επιχειρηματολογία σαν αυτή του κυρίου Μυλόπουλου δεν μπορεί να αντέξει την κριτική, μιάς και είναι καταφανώς ελλιπώς τεκμηριωμένη. Η απαξίωση των δημοσκοπήσεων είχε μια βάση και μπορούσε να υποστηριχθεί την περίοδο των μνημονίων, σε συνθήκες μεγάλης πόλωσης, και σε ένα πλαίσιο όπου τα μεγάλα συστημικά ΜΜΕ προωθούσαν μια πολιτική στην οποία εναντιωνόταν ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας. Όμως αυτή η περίοδος έχει πλέον περάσει. Το χειρότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως φαίνεται κάποιες φορές να πιστεύει το δικό του αφήγημα. Η απαξίωση των δημοσκοπήσεων δεν αποσκοπεί δηλαδή μόνο στην καλλιέργεια της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του, αλλά αποτελεί και ένα εμπόδιο στο να αναγνωριστούν οι ελλείψεις που έχει το κόμμα στην επικοινωνία του με την κοινωνία. Συνεχίζοντας την συλλογιστική της δικής μας ανάλυσης, οι προγραμματικές θέσεις και η ρητορική οποιουδήποτε κόμματος θέλει να κατακτήσει την εξουσία δεν μπορούν να χτίζονται φορόντας ιδεολογικές παρωπίδες. Αντίθετα, πρέπει να είναι αντικείμενο συστηματικής εμπειρικής έρευνας η οποία θα παραμερίζει τις ιδεολογικές προκαταλήψεις.